ατροπίνη

ατροπίνη
Είναι το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στην μπελαντόνα (atropa belladonna), φυτό ποώδες, αειθαλές, αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη. Η χαρακτηριστική φαρμακολογική ιδιότητα αυτής της ουσίας είναι ότι παρεμποδίζει την περιφερειακή δραστηριότητα του παρασυμπαθητικού τμήματος του νευροφυτικού συστήματος (παρασυμπαθητικολυτική δράση)· αυξάνει συνεπώς την καρδιακή συχνότητα, ελαττώνει την έκκριση ιδρώτα, σάλιου και βρόγχων και διαστέλλει την ίριδα, μεγαλώνοντας έτσι την κόρη του ματιού. Η α. χρησιμοποιείται στην οφθαλμιατρική με μορφή κολλυρίου ή αλοιφής κυρίως στις παθήσεις της ίριδας, αλλά και για διαγνωστικούς σκοπούς σε πολλές οφθαλμικές παθήσεις, επειδή επιτρέπει να διερευνηθεί ακριβέστερα ο βυθός του ματιού. Στην καρδιολογία η α. χρησιμοποιείται μάλλον σπάνια, σε μερικές μορφές βραδυκαρδίας και στον σπασμό των στεφανιαίων· στην αναισθησιολογία χρησιμοποιείται για την αποφυγή του μετεγχειρητικού εμετού και για τον περιορισμό των βρογχικών εκκρίσεων που προκαλούνται από τη χορήγηση ναρκωτικών. Χρησιμοποιείται επίσης για κατάπαυση των οδυνηρών σπασμών του εντέρου, στο βρογχικό άσθμα και στη θεραπεία των καταλοίπων της ληθαργικής εγκεφαλίτιδας. Ένα εκατοστό του γραμμαρίου προκαλεί συμπτώματα βαριάς δηλητηρίασης τα οποία χαρακτηρίζονται από ερύθημα του προσώπου, ταχυκαρδία, ξηρότητα του δέρματος, κεφαλαλγία, ιλίγγους, ανησυχία, παραλήρημα, παραισθήσεις, κώμα, ακόμα και θάνατο από παράλυση του αναπνευστικού. Κλαδί μπελαντόνας, φυτό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης από το οποίο βγαίνει η ατροπίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • μανδραγόρας — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10 25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που… …   Dictionary of Greek

  • μπελαντόνα — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι άτροπος η μπελαντόνα. Έχει ριζικό σύστημα ριζωματώδες, βλαστό διακλαδιζόμενο, ύψους 1 μ., με φύλλα ωοειδή, ακέραια, οξύληκτα, έμμισχα, διατεταγμένα ανά… …   Dictionary of Greek

  • οματροπίνη — η (φαρμ.) συνθετικό αλκαλοειδές υποκατάστατο τής ατροπίνης, η διασταλτική δράση τού οποίου στην κόρη τού οφθαλμού είναι ταχεία αλλά μικρής διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. homatropine (< ομ[ο] + ατροπίνη). Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • πυρόλιο — Ετεροκυκλική ένωση με πέντε άτομα, η οποία αποτελεί τον θεμελιώδη πυρήνα μιας εκτεταμένης τάξης ενώσεων (ομάδα του π.), στην οποία ανήκουν ενδιαφέροντα φυσικά και συνθετικά προϊόντα. Στην καθαρή κατάσταση, το π. είναι έλαιο σχεδόν άχρωμο, με… …   Dictionary of Greek

  • στραμώνιο — Κοινό όνομα του φυτού δατούρα η στραμώνιος της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Ετήσια πόα, κατάγεται από τις περιοχές, τις γύρω από την Κασπία θάλασσα, αλλά το βρίσκουμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε ακαλλιέργητους και πετρώδεις τόπους.… …   Dictionary of Greek

  • τροπίνη — η, Ν χημ. η σημαντικότερη από τις δυνατές ισομερείς μορφές τής τροπανόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropine < atropine (πρβλ. ατροπίνη)] …   Dictionary of Greek

  • τροπικό — το, Ν φρ. «τροπικό οξύ» χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, υδροοξύ γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 2 φαινυλο 3 υδροξυ προπανοϊκό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropic (acid) < a tropic (< atrop ine …   Dictionary of Greek

  • μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”